Ἀχιλῆα

Ἀχιλῆα
Ἀχιλλεύς
masc acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀχιλῆ' — Ἀχιλῆα , Ἀχιλλεύς masc acc sg (epic ionic) Ἀχιλῆι , Ἀχιλλεύς masc dat sg (epic ionic) Ἀχιλῆε , Ἀχιλλεύς masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισάνεμος — ἰσάνεμος, ον (Α) ταχύς σαν τον άνεμο («τὸν ἰσάνεμόν τε ποδοῑν Ἀχιλῆα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. αλεξ άνεμος, παυσ άνεμος] …   Dictionary of Greek

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”